μοντάζ

μοντάζ
Στην κινηματογραφική γλώσσα σημαίνει τη φάση της επεξεργασίας μιας ταινίας κατά την οποία επιλέγονται και συνδέονται οι εικόνες που γυρίστηκαν κατά τη λήψη. Στη διάρκεια του μ. καθορίζεται ακόμα η τελειωτική σχέση μεταξύ της εικόνας και του ήχου, εκτελούνται οι προκαταρκτικές εργασίες για το ντουμπλάζ, εγγράφεται η μουσική και γίνεται το μιξάζ. Οι εργασίες αυτές εκτελούνται όλες σ’ ένα μηχάνημα που λέγεται «μοβιόλα» και αποτελείται από ένα τραπέζι, στο οποίο είναι εφαρμοσμένοι περιστρεφόμενοι δίσκοι και ένας φακός που με τη βοήθεια ενός πρίσματος προβάλλει την εικόνα σε μια μικρή οθόνη. Με τη βοήθεια των δίσκων ξετυλίγονται οι ταινίες που περιέχουν την εικόνα και το ηχητικό μέρος (soundtrack). Ειδικός μηχανισμός επιτρέπει στις ταινίες να ξετυλίγονται με την ίδια ταχύτητα εμπρός ή πίσω και να σταματούν ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο. Οι εργασίες αυτές εκτελούνται από έναν τεχνικό, κάτω από την επίβλεψη του σκηνοθέτη. Από την αισθητική άποψη, το μ. αποτελεί ένα θεμελιώδες εκφραστικό μέσο, που ανήκει ειδικά στην κινηματογραφική γλώσσα. Πράγματι, η ταινία αποτελείται από μια διαδοχή εικόνων, η κάθε μια από τις οποίες αποκτά σημασία και νόημα μόνο σε σχέση με τις υπόλοιπες, ανάμεσα στις οποίες τοποθετείται. Με το μ. λοιπόν ο σκηνοθέτης, διαλέγοντας, ορίζοντας τις αναλογίες και συνθέτοντας τις απομονωμένες εικόνες ανάλογα με τις αισθητικές απαιτήσεις του, δημιουργεί τον δυναμικό ρυθμό και καθορίζει την αφηγηματική δομή της ταινίας. Από την άποψη αυτή βέβαια το μ. δεν συμπίπτει αναγκαστικά με τις τεχνικές εργασίες που περιγράφονται παραπάνω. Πράγματι, ως όργανο δημιουργίας, μπορεί να επηρεάσει όλες τις φάσεις μιας ταινίας, αρχίζοντας από το σενάριο, που δεν είναι άλλωστε παρά ένα εκ των προτέρων καθορισμένο σχήμα μοντάζ.
* * *
το
1. τεχνολ. συναρμολόγηση, μοντάρισμα
2. (γραφ. τεχν.) η τοποθέτηση τών επεξεργασμένων σε προηγούμενες φάσεις κειμένων, φωτογραφιών, τίτλων και άλλων μερών ενός εντύπου πριν από την εκτύπωσή του με βάση ένα πρότυπο-υπόδειγμα, το «κασέ», και η συγκρότησή τους σε σελίδες και τυπογραφικά φύλλα προκειμένου αυτά να προωθηθούν στις επόμενες φάσεις τής εκτυπωτικής διαδικασίας
3. κινημ. η τελική φάση τής δημιουργίας μιας κινηματογραφικής ταινίας κατά την οποία τοποθετούνται στη σειρά τα ξεχωριστά πλάνα σε ένα ενιαίο τμήμα, τη σεκάνς, και στη συνέχεια γίνεται η σύνθεση όλων τών σεκάνς σε ενιαίο σύνολο και ο συνδυασμός τους με τον ήχο, σύμφωνα με τη διαδοχή που προκύπτει από το σενάριο και με τις υποδείξεις τού σκηνοθέτη
4. (φωτογρ.) α) η συνένωση διαφόρων φωτογραφιών ή εικόνων, ανεξάρτητων ή σχετικών μεταξύ τους, σε ενιαίο σύνολο, καθώς και το σύνολο που προκύπτει από τη διαδικασία αυτή
β) η συναρμολόγηση κομματιών από διάφορες φωτογραφίες, με σκοπό να δοθεί η εντύπωση ότι πρόκειται για αυθεντική φωτογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. montage < monter «συνδέω, συνθέτω» < λατ. mons, montis «βουνό, σωρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Αϊζενστάιν, Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς — (Sergei Mikhailovich Eisenstein, Ρίγα 1898 – Μόσχα 1948). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ενώ σπούδαζε μηχανικός στην Πετρούπολη, κατατάχθηκε το 1918 εθελοντής στον Ερυθρό Στρατό, μάλλον για να ακολουθήσει το παράδειγμα των συναδέλφων του… …   Dictionary of Greek

  • Πουντόφκιν, Βσεβολόντ Ιλαριόνοβιτς — (Πέντσα 1893 – Mόσχα 1953). Ρώσος σκηνοθέτης, ηθοποιός και θεωρητικός του κινηματογράφου. Φοιτητής της φυσικομαθηματικής Σχολής του πανεπιστημίου της Μόσχας, πολέμησε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και εργάστηκε για ένα διάστημα σε στρατιωτικό χημικό… …   Dictionary of Greek

  • Σβίτερς, Κουρτ — (Schwitters). Γερμανός καλλιτέχνης (Αννόβερο 1887 Άμπλσαϊντ 1948). Σπούδασε στην Ακαδημία της Δρέσδης, δοκίμασε τον εξπρεσιονισμό και τον κυβισμό, συνδέθηκε ακόμα και με τον Καντίνσκι στο Μόναχο, στράφηκε προς την αφηρημένη τέχνη και συνεργάστηκε …   Dictionary of Greek

  • μοντάρω — (I) 1. τεχνολ. συναρμολογώ τα τμήματα μιας μηχανής 2. (γραφ. τέχν. κινην. φωτογρ.) κάνω μοντάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare (βλ. λ. μοντάζ)]. (II) βλ. μουντάρω …   Dictionary of Greek

  • μοντέρ — ο φωτογράφος ή τεχνικός τού κινηματογράφου ή τής τηλεόρασης ο οποίος κάνει το μοντάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. monteur, euse < ρ. monter (βλ. μοντάζ)] …   Dictionary of Greek

  • μονταδόρος — ο συναρμολογητής, τεχνικός που κάνει μοντάζ, που συναρμολογεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοντάζ + κατάλ. δόρος (πρβλ. λουστρα δόρος, τορνα δόρος)] …   Dictionary of Greek

  • μονταζιέρα — η τραπέζι με φωτιζόμενη γυάλινη γαλακτώδη επιφάνεια, πάνω στο οποίο γίνονται η επεξεργασία τού υλικού που πρόκειται να εκτυπωθεί και το μοντάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοντάζ + κατάλ. ιέρα (πρβλ. φροντ ιέρα)] …   Dictionary of Greek

  • φωνομοντάζ — το, Ν άκλ. μοντάζ μαγνητοφωνημένων φωνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μοντάζ] …   Dictionary of Greek

  • Βερτόφ, Τζίγκα — (Dziga Vertov, Μπιαλιστόκ, Πολωνία 1896 – Μόσχα 1954). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνοεβραϊκής καταγωγής Ρώσου σκηνοθέτη, μοντέρ και θεωρητικού του κινηματογράφου Ντένις Αρκαντίεβιτς Κάουφμαν (Dennis Arkadievitch Kaufman, της γνωστής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”